παρατσιτώνω

παρατσιτώνω
1. τεντώνω υπερβολικά, τσιτώνω πέρα από το κανονικό όριο
2. με συνεχή και ισχυρή πίεση εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρατσιτώνω — παρατσίτωσα, παρατσιτώθηκα, παρατσιτωμένος, τεντώνω απ όλες τις πλευρές κάτι πολύ, τανύζω: Το παρατσίτωσε ο τεχνίτης το δέρμα στο τύμπανο κι έσπασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”